μορταντέλα

μορταντέλα
μορταντέλα, η και μορταδέλα, η
(λ. ιταλ.), είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από βοδινό ή χοιρινό κρέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μορταδέλα — Είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. Βλ. λ. αλλαντικά. * * * και μορταντέλα, η βλ. μουρταδέλα …   Dictionary of Greek

  • μουρταδέλα — και μορταδέλα και μορταντέλα, η είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortad ella < λατ. murt atum «αναμεμιγμένος με μύρτο» < murtum < μύρτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”